- σαρκοφάγα
- Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η οδοντοφυΐα τους είναι πλήρης και περιλαμβάνει κυνόδοντες αξιόλογα αναπτυγμένους, αιχμηρούς γομφίους και κοπτήρες μάλλον μικρούς· οι σιαγόνες λειτουργούν με ισχυρούς μυς και η κάτω σιαγόνα μπορεί να εκτελεί κάθετες κινήσεις πολύ πιο ευρύτερες παρά οριζόντιες.
Ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν τα σ., τα άκρα έχουν δομή και μορφή κατάλληλες για τις μετακινήσεις στο έδαφος και στο νερό. Τα κλειδοκόκαλα είναι υποτυπώδη ή λείπουν τελείως. Ο εγκέφαλος είναι πολύ αναπτυγμένος και στην επιφάνεια παρουσιάζει πολυάριθμες έλικες: πραγματικά, τα σ. είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος εφοδιασμένα με αξιόλογες διανοητικές ικανότητες· στα χερσαία οι αισθήσεις είναι οξύτερες. Τα σ., που περιλαμβάνουν σήμερα 10 οικογένειες, διαιρούνται στη χερσαία υπόταξη των σχιστόποδων και στην υδρόβια των πτερυγιόποδων- μια τρίτη υπόταξη, τα κρεόδοντα, περιλαμβάνει μόνο οικογένειες που έχουν εξαφανιστεί και τα οποία δε θα αναφερθούν εδώ.
Τα σχιστόποδα είναι πολύ διαδομένα σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Αυστραλία, όπου τα σ. αυτά λείπουν σχεδόν τελείως. Έχουν ρωμαλέο σώμα με μορφές και διαστάσεις αρκετά ποικίλες και είναι συνήθως ευκίνητα χωρίς περιττά λίπη. Τα πόδια, που ποτέ δεν είναι εξαιρετικά μακρά, είναι κατάλληλα για τρέξιμο και πήδημα και είναι εφοδιασμένα με αιχμηρά και γαμψά νύχια, ανασταλτά ή όχι, που, εκτός από το ότι χρησιμεύουν να συλλαμβάνουν και να κατασπαράσσουν τη λεία, επιτρέπουν στο ζώο να αναρριχάται. Τα σχιστόποδα είναι δακτυλοβάμονα ή πελματοβάμονα, με σώμα σκεπασμένο με τρίχωμα κοντό ή μακρύ, σκληρό ή απαλό και με διάφορα χρώματα. Τα δόντια κυμαίνονται από 30 ως 44: χαρακτηριστικοί είναι οι δυο μεγάλοι κυνόδοντες που μοιάζουν με χαυλιόδοντες, αληθινά όργανα επίθεσης, που αντιστοιχούν στον πάνω τέταρτο προγομφίο και στον πρώτο κάτω γομφίο.
Τα μάτια είναι μεγάλα με στογγυλές κόρες ή με κάθετη σχισμή που προσαρμόζεται στιγμιαία στις διακυμάνσεις της έντασης του φωτός. Στο εσωτερικό του ματιού, πίσω απ’ τον αμφιβληστροειδή, βρίσκεται ένας στιλπνός «τάπης», τα κύτταρα του οποίου περιλαμβάνουν μικρά κρυ-σταλλόμορφα στιλπνά σώματα που, όταν υπάρχει λίγος φωτισμός, κάνουν το μάτι να φαίνεται ότι φωσφορίζει. Οι ουραίοι σπόνδυλοι είναι από 9 ως 34, γι’ αυτό και η ουρά έχει πάρα πολύ διαφορετικά μήκη. Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από απλό στομάχι και έντερο, πολύ συχνά, κοντό. Εξαιτίας της τροφής που έχει βάση το κρέας, τα ούρα των σχιστόποδων είναι πλούσια σε ουρικό οξύ και ουρία· οι ουσίες αυτές, που ζυμώνονται στο σώμα, σχηματίζουν αμμωνία η οποία εμποτίζει τα κρέατα σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τροφή, εκτός από το κρέας της αρκούδας, που είναι, άλλωστε, ζώο παμφάγο. Τα σχιστόποδα είναι ημερόβια και νυχτόβια. Πολλά απ’ αυτά έχουν περιζήτητη από τον άνθρωπο γούνα.
Τα σχιστόποδα υποδιαιρούνται στις επόμενες 7 οικογένειες:
λεπτό, καλυμμένο με τρίχωμα, μερικές φορές, πολύτιμο· πολλά είδη, μέσω ειδικών αδένων, εκκρίνουν υγρό με αρκετά άσχημη μυρουδιά.
Υαινίδες (ύαινες, προτελείς), δακτυλοβάμονα με όχι ανασταλτά νύχια. Η ράχη γέρνει προς τα πίσω επειδή τα μπροστινά άκρα είναι μακρύτερα από τα πίσω. Ενώ οι πραγματικές ύαινες τρέφονται σχεδόν μόνο με πτώματα, οι προτελείς προτιμούν προπάντων τους τερμίτες και τα μυρμήγκια.
Κυνίδες (σκύλοι, λύκοι, τσακάλια, αλεπούδες) δακτυλοβάμονα με όχι ανασταλτά νύχια. Μάτια με στρογγυλή κόρη· οδοντοφυΐα πλήρης, αποτελούμενη από 3 κοπτήρες, 1 κυνόδοντα, 4 προγόμφιους και 2 γομφίους για κάθε πάνω ημισιαγόνα· στην κάτω οι γομφίοι είναι 3.
Μοσχογαλίδες ή Βιβερρίδες (μοσχογαλές, γενέττες, ιχνεύμονες), γενικά δακτυλοβάμονα με όχι ανασταλτά νύχια μόνο στους ιχνεύμονες· σώμα ευλύγιστο, μέτριων διαστάσεων, μυτερό ρύγχος. Πολλά είδη έχουν περινεϊκούς αδένες που εκκρίνουν ένα υγρό πολύ ευωδιαστό.
Αρκτίδες (αρκούδες), πελματοβάμονα με όχι ανασταλτά νύχια. Σώμα κοντόχοντρο, ρωμαλέα μέλη, ουρά πολύ περιορισμένη· παμφάγα, γι’ αυτό και οι γομφίοι φέρουν φυμάτια.
Προκυονίδαι (προκύων, πάνδα), κατά ένα μέρος ή ολοκληρωτικά πελματοβάμονα με νύχια, μερικές φορές, ημιανασταλτά· μερικά είδη δεν είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα.
Τα πτερυγιόποδα οφείλουν το όνομά τους στο σχήμα των άκρων, που είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένο για την κολύμβηση. Τα σ. αυτά έχουν ατρακτοειδές σώμα, προπάντων στο πίσω τμήμα και καλυμμένο από λείο και κοντό τρίχωμα· το κεφάλι είναι μάλλον μικρό· η ουρά είναι γενικά υποτυπώδης. Στα μπροστινά άκρα είναι πολύ αναπτυγμένα τα οστά που αντιστοιχούν στο χέρι του ανθρώπου, ενώ είναι περιορισμένα εκείνα του προβραχίονα και του βραχίονα· τα πέντε δάχτυλα είναι συνδεμένα με μια ισχυρή μεμβράνη. Τα πίσω άκρα έχουν ανάλογη διάρθρωση, αλλά χρησιμεύουν περισσότερο σαν πηδάλιο, παρά σαν προωστικό μέσο. Τα δάχτυλα των διάφορων άκρων είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, εφοδιασμένα με νύχια.
Ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό των πτερυγιόποδων είναι η αξιόλογη ανάπτυξη του υποδερματικού στρώματος λίπους, που περιορίζει ισχυρά τη διαφυγή της σωματικής θερμότητας στο γύρω περιβάλλον, που συχνά είναι πολύ ψυχρό. Τα πτερυγιόποδα, που κατά μεγάλο μέρος εκτελούν μεγάλες μεταναστεύσεις, ζουν κατά αγέλες, μερικές φορές πολυάριθμες· εκτός από τα ψάρια, τρέφονται μερικές φορές και με άλλα μικρά ζώα, όπως σκουλήκια και καρκινοειδή. Η αναπαραγωγή γίνεται στις ακτές, όπου τα πτερυγιόποδα παραμένουν έως ότου τα μικρά αποχτήσουν αντοχή για μακρά κολύμβηση. Τα σ. αυτά, αν και είναι κατανεμημένα στις παράκτιες ζώνες όλων σχεδόν των θαλασσών, προτιμούν, συνήθως, τα ψυχρά νερά στα ψηλά γεωγραφικά πλάτη. Τα πτερυγιόποδα διαιρούνται στις επόμενες 3 οικογένειες:
Ωταριίδες (ωταρίες, αρκτοκέφαλος, καλόρινος, ζάλοφος και ευμετωπίας), εφοδιασμένοι με μικρά ωτιαία πτερύγια - απ’ όπου και το όνομα της οικογένειας - που λείπουν στα άλλα πτερυγιόποδα. Έχουν λεπτό και ευκίνητο σώμα με πολύ μακρύ λαιμό. Οι ωταρίες, που λέγονται θαλάσσιες άρκτοι (2 γένη), έχουν απαλό τρίχωμα, ενώ οι θαλάσσιοι λέοντες (3 γένη), φέρουν τρίχωμα τραχύ.
Φωκίδες, που υποδιαιρούνται σε τέσσερις υ-ποοικογένειες (φωκίνες ή γνήσιες φώκες, λοβοδοντίνες, μοναχίνες και κυστοφορίνες). Αποτελούν την πολυαριθμότερη από τις οικογένειες των πτερυγιοπόδων· έχουν κεφαλή μάλλον ωοειδές με κοντό λαιμό. Τα πίσω άκρα είναι τεταμένα προς τα πίσω, ενώ τα πέλματα των ποδιών αντικρύζονται μεταξύ τους· για το λόγο αυτό, οι φωκίδες, που στο νερό είναι πάρα πολύ ευκίνητοι, στον πάγο και στο έδαφος κινούνταιμε πολύ μεγαλύτερη δυσκολία απ’ τις Ωταριίδες.
Οδοβαινίδες. Είναι η ολιγαριθμότερη οικογένεια των πτερυγιόποδων και περιλαμβάνει δύο μόνο είδη τα οποία ονομάζονται κοινώς τρίχεχοι· το σώμα των Οδοβαινιδών είναι στο μπροστινό τμήμα πολύ χοντρό και κοντό, με κεφάλι σχετικά μικρό και λαιμό αρκετά κοντό. Τα άκρα έχουν πέντε δάχτυλα· τα μπροστινά είναι βραχύτερα από τα πίσω. Παρά τις μεγάλες διαστάσεις τους, οι Οδοβαινίδες, αντί για ψάρια, τρέφονται κατά προτίμηση με μαλάκια, καρκινοειδή και σκουλήκια που βρίσκουν προπάντων σκάβοντας το έδαφος ή τον πάγο.
Η αλεπού, της οικογένειας των Κυνιδών, ανήκει στα σχιστόπεδα.
Γενέττη, της οικογένειας των Μοσχογαλιδών.
Φώκια της οικογένειας των Φωκιδών, ανήκει στα πτερυγιόποδα.
Θαλάσσιοι λέοντες στα νησιά Γκαλαμπάγκος (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.